Η Εξόδιος Πτέρυγα
- Marios Koutsoukos
- Oct 3, 2024
- 8 min read
Updated: Oct 5, 2024
Στο δώμα του Άδη θα βρεις μια κρήνη και δίπλα της να στέκει ένα ολόλευκο κυπαρίσσι. Μην τυχόν και την πλησιάσεις. Θα βρεις και μίαν άλλη, που αναβλύζει δροσερό νερό από την λίμνη της Μνημοσύνης. Στους φύλακες που στέκουνε εκεί, σαν σε ρωτήσουν «ποιος είσαι κι από πού βαστάει η σκούφια σου;» να πεις «εγώ είμαι παιδί της γης και του αστροφώτιστου ουρανού· είμαι από γενιά ουράνια. Έχω στεγνώσει από την δίψα, χάνομαι. Δώστε μου να πιώ το κρυστάλλινο νερό της θύμησης».
Ορφική Πινακίδα, 4ος αιώνας π.Χ.
Ένα απόγευμα Τετάρτης όπως κάθε άλλο, ολότελα από το πουθενά, γνώρισα τι στα αλήθεια είναι ο πόνος. Ο αληθινός πόνος δεν έχει την παραμικρή σχέση με τον πόνο για τον οποίο παραπονιούνται οι ερωτευμένοι ή τον πόνο που κάνει τους τραυματίες από τροχαία να μουγκρίζουν και να στραγγαλίζουν τα κιγκλιδώματα των κρεβατιών με ασπρισμένα δάχτυλα. Ο αληθινός πόνος είναι ολότελα σιωπηλός. Σε βρίσκει δίχως την παραμικρή προειδοποίηση μέσα στο ίδιο σου το σαλόνι, εκεί που έχεις γυρίσει από τη δουλειά σου. Σου σφίγγει το στήθος με ατσαλένια νύχια που μπήγονται μέσα στα ίδια τα νεύρα του ενστίκτου αυτοσυντήρησης και είναι τόσο έντονος που δεν προφταίνεις να πονέσεις γιατί την ίδια στιγμή νιώθεις τη ζωή σου να σβήνει.
Δεν είχα χρόνο να ψελλίσω «βοήθεια»· ούτε καν να αρθρώσω κάποιο βογγητό. Για προσευχές, αναδρομές στον πρότερο βίο μου ή ποιητικές σκέψεις της ύστατης στιγμής, ούτε λόγος. Μόνο μια φευγαλέα σκέψη διέσχισε το μυαλό μου, κι αυτή τόσο αστραπιαία που δεν πρόλαβε καλά-καλά να σαρκωθεί σε λόγο μα παρέμεινε περισσότερο μια έννοια μετέωρη, μια εντύπωση.
«Πωωω! Τώρα βρήκε, ρε μαλάκα;»
Ήταν η ίδια καθημερινή, αγοραία σκέψη που θα είχα κάνει ασυνείδητα αν είχα μόλις τρακάρει ή μου είχαν πέσει τα κλειδιά στον υπόνομο.
Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι ήταν να ανακτώ τις αισθήσεις μου στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Φορούσα μια σκούρα πράσινη ρόμπα ασθενούς από πολυεστέρα που έφτανε ως τα γόνατά μου. Ήμουν ξυπόλυτος και ένα οξύμετρο ήταν ασφαλισμένο στον παράμεσο του δεξιού μου χεριού. Δίπλα μου ένα μόνιτορ, που ανάθεμα κι αν ήξερα τι μετρούσε, ανέδιδε έναν βραχύ, επίπεδο τόνο ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Ανακάθισα. Ο πόνος στο στήθος μου είχε εξαφανιστεί λες και δεν τον είχα βιώσει ποτέ. Ακόμα και η ανάμνησή του είχε σβήσει.
Κοίταξα γύρω μου. Βρισκόμουν σε έναν ευρύχωρο θάλαμο, γεμάτο κρεβάτια δίχως διαχωριστικά παραβάν αναμεταξύ τους. Παραήταν ευρύχωρος, σκέφτηκα. Άντρες, γυναίκες και παιδιά κείτονταν ξαπλωμένοι σε τακτικές αράδες, σαν πακεταρισμένα κρεατικά στην προθήκη κάποιου σουπερμάρκετ που εκτεινόταν τουλάχιστον εκατό πενήντα τετραγωνικά από τοίχο σε τοίχο. Όλοι τους ακίνητοι, με πρόσωπα κέρινα και γαλήνια, παραδομένοι σε έναν μακάβρια βαθύ ύπνο. Δίπλα από κάθε κρεβάτι ένα μόνιτορ ηχούσε κάθε τόσο, βεβαιώνοντάς με πως όλοι τους, παρά τα φαινόμενα, ήταν ζωντανοί. Ίσως θα έπρεπε να με είχε προβληματίσει το γεγονός ότι οι ηχητικές ενδείξεις από όλα τα μηχανήματα ήταν τέλεια συγχρονισμένες, σα να μετρούσαν τους σφυγμούς ενός και μόνο ανθρώπου. Όμως εκείνη τη στιγμή το μυαλό μου ήταν πολύ αποπροσανατολισμένο για να δώσει πάνω από μερικά δευτερόλεπτα προσοχής σε μια τέτοια παράδοξη λεπτομέρεια.

Comentarios