top of page
Search

Το Αδιέξοδο της Οδού Πατερνόστερ

  • Writer: Marios Koutsoukos
    Marios Koutsoukos
  • Oct 3, 2024
  • 10 min read

Updated: Oct 5, 2024


Δεν είμαι σίγουρος πόσοι από εσάς θα θυμάστε πιά το βιβλιοπωλείο του κυρίου Μάσκγρεϊβ, στο νούμερο επτά της οδού Πατερνόστερ.
Έχουν περάσει περισσότερα από τριάντα χρόνια από όταν αυτό το μικρό μαγαζάκι, στριμωγμένο ανάμεσα στις συμπληγάδες των δύο μοντέρνων κτιρίων ένθεν κι ένθεν του, κατέβασε ρολά για πάντα και ο ιδιοκτήτης, ο κύριος Μάσκγρεϊβ, εξαφανίστηκε υπό ιδιαίτερα μυστηριώδεις συνθήκες.
Σύμφωνα με την εμπιστευτική αναφορά του επιθεωρητή της Σκότλαντ Γιάρντ, στο βιβλιοπωλείο του κυρίου Μάσγκρεϊβ βρέθηκαν δεκάδες καπέλα και ζευγάρια γαντιών που ανήκαν σε λογίους, θεοσοφιστές και τέκτονες του Λονδίνου, οι οποίοι είχαν δηλωθεί ως αγνοούμενοι από τις οικογένειές τους τα τελευταία δέκα χρόνια. Φήμες ψιθύριζαν «δολοφόνος!» για τον κύριο Μάσγκρεϊβ, όμως ο επιθεωρητής δεν μπόρεσε να αποδείξει τίποτα και η αστυνομική στήλη της Σέιντ Τζέιμς Κρόνικλ ουδέποτε κατέγραψε την παραμικρή υποψία για το πρόσωπο του αξιότιμου αυτού επιχειρηματία.
Κι έπειτα, ποιος άλλωστε να θυμάται ένα ακόμα βιβλιοπωλείο στην οδό Πατερνόστερ, τον κατεξοχήν δρόμο γεμάτο από βιβλιοπώλες, τυπογράφους και εκδότες, τη Μέκκα του τυπωμένου λόγου στο Λονδίνο; Πολύ φοβάμαι πως μονάχα εγώ έχω μείνει που θυμάμαι.
Ήμουν δεκατεσσάρων χρονών και γυρνούσα από το σχολείο όταν πέρασα για πρώτη φορά μπροστά απ’ τη βιτρίνα του κυρίου Μάσγκρεϊβ.

William Fettes Douglas, "The Bibliophilist's Haunt or Creech's Bookshop", 1864

Ήταν μία από εκείνες τις μέρες του χειμώνα του 1847, όταν ο Τάμεσης είχε μετατραπεί σ’ ένα καφετί, φιδογυριστό παγοδρόμιο και ο τρούλος του καθεδρικού ναού του αγίου Παύλου είχε σκεπαστεί κάτω από μια στρώση αστραφτερού χιονιού που τον έκανε να μοιάζει σαν πελώριο αυγό, κρεμασμένο ανάμεσα στον ουρανό και τη γη.
Το πρώτο πράγμα που τράβηξε την παιδική μου προσοχή ήταν το παλιομοδίτικο σήμα που κρεμόταν έξω από το βιβλιοπωλείο: ένα από εκείνα τα γκροτέσκα ξυλόγλυπτα τα οποία έχουν εκλείψει εντελώς στις ημέρες μας. Ήταν ένα μισοφέγγαρο, με το παραδοσιακό ανθρώπινο πρόσωπο να ξεπετιέται μέσα από το κοίλο του. Πλησίασα σαν μαγεμένος για να το περιεργαστώ καλύτερα. Δεν ξέρω γιατί, μα εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι ο δρόμος ήταν ολότελα άδειος, πράγμα αφύσικο για εκείνη την ώρα της ημέρας. Μια πνοή παγωμένου αέρα έκανε το ξύλινο μισοφέγγαρο να ταλαντώνεται, αναδίδοντας ένα σχεδόν στοιχειωμένο τρίξιμο από τους μεντεσέδες που το κρατούσαν καρφωμένο στη θέση του.
Ένα παράλογο αίσθημα δέους με κατέλαβε αλλά, ταυτόχρονα, η ακαταμάχητη έλξη της περιέργειας οδήγησε τα βήματά μου προς την βιτρίνα.
Γιουτζίν Φ. Μάσγκρεϊβ, ήταν γραμμένο εκεί με καλλιγραφικούς χαρακτήρες, Σπάνια βιβλία, αντίκες και άλλα. Τί να ήταν, άραγε, αυτά τα «άλλα», αναρωτήθηκα καθώς έσκυβα πιο κοντά.
Το τζάμι ήταν θολωμένο απ’ το κρύο αλλά μπορούσα να διακρίνω σκονισμένα βιβλία, στημένα αμφιθεατρικά, κι ανάμεσά τους, για να συμπληρώνουν τη διακόσμηση, ήταν ριγμένα Τουρκμενικά καφτάνια, γυριστά μαχαίρια σε ασημένιες θήκες με ημιπολύτιμους λίθους και αλλόκοτα μουσικά όργανα από την Ανατολή. Ξαφνικά το βλέμμα μου έπεσε σ’ ένα δαιμονικό πρόσωπο που με κοιτούσε πίσω απ’ το θαμπό γυαλί, με μάτια από φλογισμένο ρουμπίνι και το στόμα του, γεμάτο δόντια καρχαρία, τραβηγμένο σ’ ένα αποτρόπαιο χαμόγελο όλο κανιβαλική ορέξη. Η ανάσα μου πιάστηκε κι έκανα να πισωπατήσω.  Την ίδια στιγμή, όμως, κατάλαβα ότι επρόκειτο για μία από εκείνες τις Ινδικές μάσκες δαιμόνων, που πρόσφατα είχαν φέρει στο Βρετανικό Μουσείο, και γέλασα με την ανοησία μου.
Παρόλα αυτά, ένα ρίγος με διαπέρασε. Το απέδωσα στο κρύο. Άλλωστε, ήμουν αγόρι. Και τ’ αγόρια δεν φοβούνταν. Δίχως καν να το σκεφτώ δεύτερη φορά, έσπρωξα την πόρτα του βιβλιοπωλείου και μπήκα μέσα.
Ο αέρας στο χώρο είχε την μυρωδιά των πολυκαιρισμένων βιβλίων με μια υπόνοια μούχλας να υφέρπει. Λάμπες υγραερίου, με καπέλα από πολύχρωμο γυαλί, έλουζαν σε ένα αρρωστιάρικο κίτρινο φως τοίχους καλυμμένους από άκρη σε άκρη με βαρυφορτωμένα ράφια, γεμάτα δερματόδετους τόμους.
Εκείνη την ώρα, μέσα στο βιβλιοπωλείο βρίσκονταν τρείς πελάτες. Συζητούσαν χαμηλόφωνα με τον κύριο Μάσγκρεϊβ, ο οποίος στεκόταν με τον ένα αγκώνα του ακουμπισμένο στην άκρη ενός βαριού, ξυλόγλυπτου πάγκου ενώ κάπνιζε στοχαστικά την μακριά του πίπα. Κανείς τους δεν έδειξε να μου δίνει σημασία αν κι ένα τσαμπί χάλκινα κουδούνια πάνω από την πόρτα κουδούνισε μελωδικά κατά την είσοδό μου.
Περιεργάστηκα τον χώρο λίγο περισσότερο, πιο αβέβαιος από ποτέ ως προς το λόγο που βρισκόμουν εκεί ή για το τί ακριβώς περίμενα να ανακαλύψω. Το χαλί κάτω από τα πόδια μου ήταν μαύρο και φθαρμένο. Μια ξύλινη σκάλα, κυρτωμένη από τα χρόνια, οδηγούσε σ’ ένα ανοιχτό πατάρι ή, μάλλον, υπερώο, όπου βρίσκονταν ακόμα περισσότερα ράφια με βιβλία –κάποια από αυτά κλειδωμένα πίσω από γυάλινες προθήκες. Σ’ έναν μικρότερο πάγκο, κοντά στο πίσω μέρος του μαγαζιού, βρίσκονταν ακουμπισμένα τέσσερα καπέλα και τέσσερα ζευγάρια γάντια τα οποία δεν ανήκαν στους πελάτες, καθότι μπορούσα να δω ότι εκείνοι φορούσαν ήδη τα δικά τους. Εκτός από την είσοδο, η μοναδική άλλη πόρτα στο μαγαζί του κυρίου Μάσγκρεϊβ ήταν μια σιδερένια πόρτα, θα έλεγες σαν αυτές των φυλακών ή των θησαυροφυλακίων, η οποία έστεκε σχεδόν χαμένη ανάμεσα στις μακριές σκιές που έριχναν τα ράφια.
«Δεν πουλάμε ρομάντζα της μιάς πένας εδώ», άκουσα ξαφνικά μια βαθιά φωνή να μου λέει.
Έστρεψα το αλαφιασμένο μου βλέμμα προς τον κύριο Μάσγκρεϊβ. Τα μαύρα, διαπεραστικά του μάτια ήταν καρφωμένα επάνω μου και το στόμα του, χωμένο στα βάθη της πλούσιας, άσπρης γενειάδας του, τρεμόπαιζε σε μια έκφραση που δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν απειλή ή συγκρατημένο γέλιο.
«Δε… δεν ψάχνω για ρομάντζα, κύριε», τραύλισα απολογητικά. «Θέλω τη Ρωμαϊκή Ιστορία του Γκίμπον, στην έκδοση για μαθητές, αυτή του ενός τόμου».
Ο κύριος Μάσγκρεϊβ κούνησε το κεφάλι του. Οι μακριές του φαβορίτες τον έκαναν να μοιάζει με σοφή κουκουβάγια που κάποιο άτεχνο ξόρκι είχε προσπαθήσει να μεταμορφώσει σε άνθρωπο.
«Εννοείς την Παρακμή και Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μικρέ; Στην καινούρια έκδοση του Σμίθ;»
Έγνεψα καταφατικά. Η αλήθεια ήταν πως δεν χρειαζόμουν κανένα τέτοιο βιβλίο –απλά δεν ήξερα κι άλλο να ζητήσω. Ξάφνου, μια τρομακτική σκέψη έφερε έναν κόμπο στο λαιμό μου: τί θα γινόταν αν ο κύριος Μάσκγρεϊβ επέμενε να αγοράσω το βιβλίο; Δεν είχα παρά μισό σελίνι επάνω μου.
«Στο πατάρι», αποκρίθηκε εκείνος μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο, λες και μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις μου. «Ψάξε δίπλα από τις νέες παραλαβές. Θα καταλάβεις ποιες είναι –μυρίζουν κόλλα και μελάνι ακόμα, γι’ αυτό τα κρατάω όσο πιο μακριά από εδώ γίνεται».
Έγνεψα καταφατικά και ανέβηκα τα σκαλιά δύο-δύο, με την καρδιά μου να χτυπάει ξέφρενα και τις παλάμες μου να ιδρώνουν. Τα σκαλοπάτια έτριζαν κάτω από τα βήματά μου, κάνοντάς με να κοκκινίσω που προκαλούσα τόσο θόρυβο και τραβούσα ακόμα περισσότερη προσοχή στον εαυτό μου. Ήταν λάθος που είχα μπει σε αυτό το μαγαζί. Τί σκεφτόμουν, αλήθεια;
Λούφαξα στο πατάρι ανάμεσα σε δυό βιβλιοθήκες, ευγνώμων που πλέον ήμουν κρυμμένος απ’ τα διαπεραστικά μάτια του κυρίου Μάσγκρεϊβ. Προσποιήθηκα πως έψαχνα το βιβλίο που είχα πει ενώ στ’ αλήθεια επέπληττα τον εαυτό μου για την απερισκεψία του να μπει, έτσι, από ανόητη περιέργεια σε ένα τόσο περίεργο και σκυθρωπό μέρος. Παράλληλα, βέβαια, κρατούσα τα αυτιά μου τεντωμένα.
Ο γερο-βιβλιοπώλης συνέχιζε να μιλά χαμηλόφωνα με τους πελάτες του. Δεν μπορούσα να διακρίνω καθαρά όλα όσα έλεγαν. Κι έπειτα, μου φάνηκε ότι μιλούσαν για πράγματα αλλόκοτα και ακαταλαβίστικα. Πράγματα που ποτέ πριν δεν είχα ακούσει τους μεγάλους να συζητάνε.
Τους έλεγε για ταξίδια του στις Ινδίες και στα πιο απάτητα περάσματα των Ιμαλαΐων, εκεί όπου υπήρχαν «φυλασσόμενα περάσματα», όπως τα αποκαλούσε –ατελείωτα δίκτυα υπόγειων στοών που οδηγούσαν σ’ έναν κρυφό κόσμο ευλογημένο, όπου ήταν πάντα καλοκαίρι.  Μιλούσε για τον αθάνατο κόμη του Σαν Ζερμέν και το τριγωνικό του βιβλίο, μέσα στο οποίο κρύβονταν τα μυστικά της αθανασίας των κατοίκων αυτής της υπόγειας χώρας των Πεφωτισμένων, αλλά και για το χάρτη που είχε ανακαλύψει όταν προσκύνησε στη μυστικό κρύπτη της αδελφότητας των αοράτων φιλοσόφων όπου κείτονταν το άφθορο λείψανο του Κρίστιαν Ρόζενκροϊτς, κάτω από την επιγραφή V.I.T.R.I.O.L. Visita Interiora Terrae Rectificando Invenies Occultum Lapidem –επισκέψου το εσωτερικό της Γης και μέσα από τη διόρθωση θα βρεις την Κρυμμένη Λίθο.
Ένας από τους πελάτες, κουνώντας εμφατικά το κεφάλι του, διαβεβαίωνε την ομήγυρη πως αυτά όλα ήταν αληθινά γιατί και ο ίδιος, σε μια στοά της Βιέννης, είχε πάρει τις ίδιες ακριβώς πληροφορίες από τα «πνεύματα στις γυάλες» που φυλάσσονταν εκεί –μικρόσωμα, ανθρωπόμορφα πλάσματα, κλεισμένα σε μεγάλες γυάλες φρούτων, σφραγισμένα κάτω από τη δύναμη καμπαλιστικών σφραγίδων. Τούτα τα δύσμορφα όντα με το χάρισμα της προφητείας και κεφάλια γεμάτα απόκρυφες γνώσεις, τα είχε δημιουργήσει η απόκρυφη τέχνη του βαρόνου του Κούφστεϊν, εβδομήντα χρόνια πριν. Τρέφονταν με το arcanum sanguinis, την πεμπτουσία του ανθρωπίνου αίματος, που ένας περιπλανώμενος Ιησουίτης από την Ιταλία είχε διδάξει στον βαρόνο πώς να παρασκευάζει. 
Τους άκουγα να μιλάνε για άλλους κόσμους, για πλάσματα εξωτικά και για θαύματα που ξεπερνούσαν τον ανθρώπινο νου μα τίποτα στον τόνο τους δεν πρόδιδε τα σημάδια της φαντασιοπληξίας. Αντίθετα, η σοβαρότητα και η ευλάβεια με την οποία οι άνθρωποι αυτοί της μοντέρνας εποχής μιλούσαν για τα μυστήρια του αρχαίου κόσμου μου προκαλούσε μια αίσθηση δέους. Μπορούσα να καταλάβω ότι σέβονταν βαθύτατα και τον ίδιο τον κύριο Μάσγκρεϊβ. Σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις τους άκουσα να τον αποκαλούν preceptor, που απ’ το σχολείο ήξερα ότι σημαίνει «δάσκαλος» στα Λατινικά. Όμως τί είδους δάσκαλος θα μπορούσε να ήταν αυτός ο γέρος με το τριμμένο σακάκι και τ’ αχτένιστα μαλλιά, δεν μπορούσα να καταλάβω.
Σε κάποιο σημείο φωνή του γερο-βιβλιοπώλη κύλησε σε ένα περίεργο, αναπάντεχα οξύ τραγούδι, γεμάτο από ένρινες αναπνοές που παραμόρφωνε τη λαλιά του κι έκανε τις τρίχες στο σβέρκο μου να σταθούν όρθιες. Όπως πολλά χρόνια αργότερα ανακάλυψα μέσα από τις έρευνές μου, απήγγειλε αρχαία Κινεζικά Νάμθαρς, παροιμίες για γίγαντες γεμάτες δυσνόητους συμβολισμούς.
Με αυτό τον παράξενο ήχο σα να λύθηκε η συνεδρία μεταξύ των ανδρών. Έδωσαν τα χέρια κι ευχήθηκαν «καλή τύχη» ο ένας στον άλλον. Έμοιαζαν να έχουν ξεχάσει ολότελα την παρουσία μου. Κρυφοκοιτώντας πίσω από τα ράφια, τέντωσα το λαιμό μου προσεκτικά, μην τολμώντας να κουνήσω τα πόδια μου σε περίπτωση που οι σανίδες έτριζαν πάλι και με πρόδιδαν. Στο μυαλό μου ήρθε η ανήσυχη σκέψη ότι, το δίχως άλλο, όταν έφευγαν οι πελάτες του κυρίου Μάσγκρεϊβ, εκείνος θα με ανακάλυπτε και θα απαιτούσε να αγοράσω το βιβλίο που είχα ζητήσει.
Αντί όμως οι τρείς άνδρες να πάνε προς την έξοδο, κατευθύνθηκαν προς την σιδηρόφρακτη πόρτα, στο πίσω μέρος του βιβλιοπωλείου. Στάθηκαν για λίγο στον πάγκο, έβγαλαν τα καπέλα τους και τα γάντια τους και τ’ ακούμπησαν εκεί, μαζί με τα υπόλοιπα. Ο γερο-βιβλιοπώλης τράβηξε από την τσέπη του γιλέκου του ένα μεγάλο, παλιομοδίτικο κλειδί και ξεκλείδωσε. Άνοιξε την πόρτα και ένευσε στους πελάτες του να περάσουν, ακολουθώντας και ο ίδιος από πίσω.
Έμεινα να κοιτάζω παραξενεμένος. Η σκουριασμένη πόρτα, όπως έκλεινε ξοπίσω τους, κάπου πιάστηκε στο πάτωμα και έμεινε να χάσκει μερικά εκατοστά.
Και πάλι αυτή η ακαταμάχητη περιέργεια με κυρίευσε. Ήξερα πως εκείνη τη στιγμή ήταν η ευκαιρία μου να φύγω. Κι όμως, κάτι μέσα μου με εμπόδιζε: αυτό το αντιδραστικό «κάτι» που πάντοτε με έβαζε σε μπελάδες με τα πιο μεγάλα παιδιά στο σχολείο που μου πουλούσαν νταϊλίκια. Όταν απαιτούσαν τους γυάλινους βόλους μου, προτιμούσα μια ματωμένη μύτη κι ένα πρησμένο μάτι απ’ το να ενδώσω. Έτσι και τότε προτίμησα να ρισκάρω ένα κατσάδιασμα από τον βιβλιοπώλη παρά να αφήσω την περιέργειά μου ανικανοποίητη.
Νυχοπατώντας, κατέβηκα τις σκάλες του παταριού. Στήριζα ολόκληρο το βάρος μου στην κουπαστή σε μια προσπάθεια να μην κάνω τον παραμικρό θόρυβο.  Πλησίασα τη σιδερένια πόρτα επιφυλακτικά και με την ανάσα πιασμένη. Δεν ήμουν σίγουρος τί ακριβώς περίμενα να δω πίσω της αλλά, σίγουρα, αυτό που τελικά είδα απογοήτευσε την μακάβρια αγορίστικη φαντασία μου.
Η πόρτα οδηγούσε σε μια πίσω αυλή. Ήταν μια απολύτως συνηθισμένη πίσω αυλή, περίκλειστη από τους τούβλινους τοίχους των δίπλα κτιρίων. Ένα σφραγισμένο πηγάδι βρισκόταν σε μια γωνία και κάτι που έμοιαζε σαν παλιό δρομάκι τελείωνε απότομα στον κάθετο τοίχο του διπλανού κτιρίου. Κάποτε ίσως να αποτελούσε μέρος του δικτύου των σοκακιών του Λονδίνου αλλά τώρα δεν ήταν παρά ένα αδιέξοδο, μαυρισμένο από τη μούχλα και την υγρασία.  
Εκεί, μπροστά από τον γκρίζο τοίχο, στεκόταν ο κύριος Μάσκρεϊβ με μονάχα έναν από τους τρεις πελάτες του. Πού είχαν εξαφανιστεί οι άλλοι δύο, δεν είχα ιδέα.
Οι δύο άντρες έδωσαν τα χέρια και αντάλλαξαν έναν τριπλό ασπασμό. Ο πελάτης χαμογελούσε. Ήταν το αμυδρό χαμόγελο ενός ανθρώπου κουρασμένου από τη ζωή και απογοητευμένου από τους ανθρώπους. Δεν είχε όμως πικρία. Ήταν το χαμόγελο ενός σοφού, ο οποίος ουδέποτε έχασε την πίστη του σε κάτι καλύτερο. Τον είδα να παίρνει φόρα, σαν δρομέας στη γραμμή εκκίνησης και να τινάζεται τρέχοντας προς τον τοίχο, ορμώντας προς το αδιέξοδο.
Τα έχασα. Τί γινόταν; Είχαν τρελαθεί τελείως ή μήπως έπαιζαν κάποιου είδους περίεργο παιχνίδι;
Καθώς παρατηρούσα τον άνδρα να τρέχει προς τον κάθετο τοίχο πρέπει να αλληθώρισα. Ή, ίσως, τα μάτια μου αντέδρασαν περίεργα στο ολοένα και μειούμενο φως του απογεύματος. Μου φάνηκε λες και η απόσταση που διέσχιζε ο άντρας ολοένα και επιμηκυνόταν κάτω από τα πόδια του, σαν ο χρόνος να κυλούσε με διαφορετική ταχύτητα γι’ αυτόν από ότι για τον υπόλοιπο κόσμο. Τα δέκα μέτρα που τον χώριζαν από το να σκάσει με το πρόσωπο επάνω στα τούβλα ξαφνικά έμοιαζαν εκατό. Μπορούσα να τον δω να τρέχει και να τρέχει, σχεδόν σημειωτόν, ενώ ο ιδρώτας γυάλιζε στο μέτωπό του και οι φλέβες του λαιμού του πετάγονταν από την προσπάθεια. Μια αλλόκοτη αίσθηση με έκανε να ζαλιστώ. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς γινόταν ο χώρος και ο χρόνος μονομιάς να έχουν διαστρεβλωθεί έτσι.
Κι έπειτα, έφτασε στον προορισμό του. Όρμησε επάνω στον τοίχο και, λες βουτούσε σε νερό, πέρασε μέσα από τα γκρίζα τούβλα και χάθηκε.
Άθελά μου, μια κραυγή έκπληξης ξέφυγε από τα χείλη μου. Ο κύριος Μάσγκρεϊβ τινάχτηκε, γυρίζοντας προς το μέρος μου και με κάρφωσε με την καθάρια, γαλανή ματιά του. Άρχισα να πισωπατώ, μουρμουρίζοντας κάποια ασυνάρτητη δικαιολογία. Ο γερο-βιβλιοπώλης, όμως, μονάχα χαμογέλασε και μου έτεινε το χέρι του.
«Μη φοβάσαι», μου είπε. «Αυτή η παλιοπόλη δεν είναι παρά η κακή πλευρά ενός καθρέφτη. Στην άλλη μεριά δεν υπάρχει χιόνι, δεν υπάρχει παγωνιά. Εκεί, ο ήλιος της Σαμπάλα λάμπει αήττητος σε έναν ουρανό τόσο καθάριο, τόσο υπέροχο, που κανείς άνθρωπος δεν έχει καν ονειρευτεί ακόμα. Έλα. Πέρασε κι εσύ… θα δεις!»
Δεν ήξερα για τί πράγμα μιλούσε. Κι εκείνη τη στιγμή, δεν είχα την παραμικρή πρόθεση να μάθω. Ένας παράλογος τρόμος με κατέλαβε. Ούρλιαξα. Ούρλιαξα όπως δεν είχα ουρλιάξει ποτέ στη ζωή μου και το έβαλα στα πόδια. Έφυγα μακριά από εκείνο το γκρίζο αδιέξοδο. Όρμησα ποδοβολώντας πίσω στο βιβλιοπωλείο και χύθηκα στο δρόμο σαν τρελός.
Ύστερα από εκείνη την ημέρα έκανα χρόνια ολόκληρα να περάσω ξανά από την οδό Πατερνόστερ. Δεν μίλησα ποτέ σε κανέναν για τα όσα είχα δει αι ακούσει γιατί ήξερα πόσο θα με κορόιδευαν ή, ακόμα χειρότερα, ίσως με έστελναν σε κάποιο σανατόριο για φρενοβλαβείς.
Τώρα, περίπου πενήντα χρόνια αργότερα, κάθομαι και γράφω αυτές τις σειρές περιστοιχισμένος από την δική μου συλλογή σπάνιων και απόκρυφων βιβλίων. Όλα τους, ψίθυροι μιας κρυμμένης, ανώτερης αλήθειας. Θολωμένες ματιές στην αντίπερα όχθη της ζωής, στην πίσω μεριά του καθρέφτη.
Κι εγώ, ακόμα παγιδευμένος εδώ, γέρος και κουρασμένος με τα αρθριτικά να με βασανίζουν και μια κουβέρτα ριγμένη στους ώμους μου ως μόνη προστασία από τα ρίγη της μοναξιάς μου.
Πόσο εύχομαι να μην είχα τρέξει μακριά εκείνη την ημέρα… πόσο θα ήθελα να είχα ακούσει τον κύριο Μάσγκρεϊβ και να είχα περάσει στην απέναντι μεριά του αδιεξόδου της οδού Πατερνόστερ…

*To παρόν διήγημα πρωτοδημοσιεύτηκε στην ανθολογία "Το Έπος της Φαντασίας Ι - Αδιέξοδο", τον Απρίλιο του 2017*
 
 
 

Comments


  • Facebook
  • Youtube
  • LinkedIn
  • Instagram
bottom of page